- τέρμονας
- ο /τέρμων, -ονος, ΝΑνεοελλ.1. σύνορο αγρού2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνάαρχ.1. όριο, σύνορο2. τέρμα, όριο3. φράχτης4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῑβος», Ευρ.)5. απόδοση στην Ελληνική τού ονόματος τού θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα].
Dictionary of Greek. 2013.