τέρμονας

τέρμονας
ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῑβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική τού ονόματος τού θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τέρμονας — τέρμων boundary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • IBERIA — I. IBERIA primum appellata fuit Hisp. regio Ibero fluv. proxima an hinc, an ab Ibero Rege quam postea, Celtae Gallorum pop. relictis sedibus suis habitavêre, unde composito ex nomine gentis utriusque vocabulo, Celtiberi dicti sunt. Luc. Civ. Bell …   Hofmann J. Lexicon universale

  • στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • τέρμων — ονος, ὁ, Α βλ. τέρμονας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”